Γλωσσάρι Χρηματοοικονομικών και Διοικητικών Όρων

Το παρόν γλωσσάρι αποτελεί έναν εκτενή οδηγό που περιλαμβάνει χρηματοοικονομικούς και διοικητικούς όρους, με αναλυτικές εξηγήσεις που καλύπτουν τόσο τις θεμελιώδεις αρχές όσο και τις πιο προχωρημένες έννοιες. Αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για φοιτητές, επαγγελματίες και επενδυτές, παρέχοντας τη δυνατότητα κατανόησης κρίσιμων εννοιών στη χρηματοοικονομική ανάλυση, τη διαχείριση κινδύνου, την οικονομική στρατηγική και τη διοίκηση επιχειρήσεων.

1. Βασικοί Χρηματοοικονομικοί Όροι

Ενεργητικό (Assets): Τα στοιχεία που ανήκουν σε μια εταιρεία και έχουν οικονομική αξία, όπως μετρητά, εξοπλισμός, ακίνητα, και αποθέματα. Χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εισοδήματος ή για την κάλυψη υποχρεώσεων.

Παθητικό (Liabilities): Οι οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας, όπως δάνεια και χρέη, που πρέπει να εξοφληθούν στο μέλλον. Είναι οι οφειλές που έχει μια επιχείρηση προς τρίτους.

Ίδια Κεφάλαια (Equity): Το υπόλοιπο κεφάλαιο μιας εταιρείας μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων από τα περιουσιακά στοιχεία. Αντιπροσωπεύει την καθαρή αξία που ανήκει στους μετόχους.

Έσοδα (Revenue): Τα συνολικά εισοδήματα που λαμβάνει μια εταιρεία από την πώληση αγαθών ή υπηρεσιών πριν από την αφαίρεση εξόδων και άλλων δαπανών.

Κέρδος (Profit): Το υπόλοιπο εισόδημα μετά την αφαίρεση των εξόδων. Μπορεί να είναι μεικτό (χωρίς λειτουργικά έξοδα), λειτουργικό (μετά από λειτουργικά έξοδα) ή καθαρό (μετά από όλους τους φόρους και τις άλλες χρεώσεις).

Μεικτό Κέρδος (Gross Profit): Η διαφορά μεταξύ των εσόδων και του κόστους των πωληθέντων αγαθών ή υπηρεσιών. Υποδεικνύει το ποσό που απομένει για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων και άλλων δαπανών.

Καθαρό Κέρδος (Net Profit): Το υπόλοιπο κέρδος που απομένει αφού αφαιρεθούν όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και των επιτοκίων.

Λογιστική Αξία (Book Value): Η αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας όπως εμφανίζεται στον ισολογισμό, αφού αφαιρεθούν οι αποσβέσεις. Η λογιστική αξία μπορεί να διαφέρει από την αγοραία αξία.

Απόσβεση (Depreciation): Η διαδικασία καταγραφής της μείωσης της αξίας ενός παγίου στοιχείου λόγω φθοράς, χρήσης ή παλαιότητας. Οι αποσβέσεις μειώνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων στον ισολογισμό και επηρεάζουν το καθαρό κέρδος.

Προβλέψεις (Provisions): Οικονομικές προβλέψεις που κάνει μια εταιρεία για την κάλυψη μελλοντικών δαπανών ή υποχρεώσεων που είναι πιθανό να προκύψουν.

Τόκοι (Interest): Το ποσό που πληρώνεται για τη χρήση δανεισμένου κεφαλαίου ή το εισόδημα που λαμβάνει κάποιος από κεφάλαιο που έχει δανείσει.

Κεφάλαιο Κίνησης (Working Capital): Η διαφορά μεταξύ των τρεχουσών περιουσιακών στοιχείων και των τρεχουσών υποχρεώσεων. Χρησιμοποιείται ως δείκτης ρευστότητας και λειτουργικής αποδοτικότητας.

Ρευστότητα (Liquidity): Η ικανότητα μιας εταιρείας να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της με άμεσα διαθέσιμα μετρητά ή άλλα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία.

2. Οικονομικές Καταστάσεις και Δείκτες

Ισολογισμός (Balance Sheet): Μια οικονομική κατάσταση που δείχνει τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια μιας εταιρείας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Απεικονίζει τη χρηματοοικονομική θέση της εταιρείας.

Κατάσταση Αποτελεσμάτων (Income Statement): Παρουσιάζει τα έσοδα, τα έξοδα και το καθαρό κέρδος της εταιρείας για μια συγκεκριμένη περίοδο, δείχνοντας την κερδοφορία της επιχείρησης.

Κατάσταση Ταμειακών Ροών (Cash Flow Statement): Έγγραφο που καταγράφει τις εισροές και εκροές μετρητών της εταιρείας σε διάφορες κατηγορίες, όπως λειτουργικές, επενδυτικές και χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Δείχνει τη ρευστότητα της επιχείρησης.

Δείκτης Ρευστότητας (Liquidity Ratio): Αξιολογεί την ικανότητα μιας εταιρείας να εξοφλήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της με τα τρέχοντα περιουσιακά της στοιχεία.

Δείκτης Κεφαλαιακής Διάρθρωσης (Capital Structure Ratio): Δείχνει το ποσοστό του χρέους και των ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για να χρηματοδοτήσει τα περιουσιακά της στοιχεία.

Αριθμοδείκτης Απόδοσης Ιδίων Κεφαλαίων (Return on Equity – ROE): Δείκτης που μετρά την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων των μετόχων της εταιρείας. Υπολογίζεται ως καθαρό κέρδος προς ίδια κεφάλαια.

Αριθμοδείκτης Απόδοσης Ενεργητικού (Return on Assets – ROA): Δείκτης που μετρά την αποδοτικότητα των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Υπολογίζεται ως καθαρό κέρδος προς σύνολο ενεργητικού.

Δείκτης Πιστωτικής Ικανότητας (Credit Score): Αξιολόγηση της ικανότητας μιας εταιρείας ή ενός ατόμου να εκπληρώνει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται από δανειστές για τη λήψη αποφάσεων δανειοδότησης.

Αριθμοδείκτης Χρέους προς Ίδια Κεφάλαια (Debt-to-Equity Ratio): Αξιολογεί την κεφαλαιακή διάρθρωση μιας εταιρείας, δείχνοντας το ποσοστό του χρέους σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια.

Μόχλευση (Leverage): Η χρήση κεφαλαίων που δανείζεται η εταιρεία για να αυξήσει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Η υπερβολική μόχλευση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο της εταιρείας.

Δείκτης Κύκλου Εργασιών (Asset Turnover Ratio): Δείκτης που μετρά πόσο αποδοτικά η εταιρεία χρησιμοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία για να δημιουργήσει πωλήσεις.

Δείκτης Ταμειακής Κάλυψης Τόκων (Interest Coverage Ratio): Δείχνει πόσο εύκολα η εταιρεία μπορεί να εξοφλήσει τους τόκους της από το λειτουργικό της εισόδημα. Υπολογίζεται ως λειτουργικό κέρδος προς τόκους.

Δείκτης Κέρδους ανά Μετοχή (Earnings Per Share – EPS): Δείκτης που μετρά το κέρδος που αντιστοιχεί σε κάθε μετοχή της εταιρείας. Υπολογίζεται ως καθαρό κέρδος προς τον αριθμό των μετοχών.

3. Επενδύσεις και Διαχείριση Χαρτοφυλακίου

Μετοχή (Stock): Μερίδιο σε μια εταιρεία που προσφέρει δικαιώματα ψήφου και μερίδιο στα κέρδη. Οι μετοχές διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια και μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν την αξία τους ανάλογα με την απόδοση της εταιρείας και τις συνθήκες της αγοράς.

Ομόλογο (Bond): Χρεωστικό τίτλο που εκδίδεται από κυβερνήσεις ή εταιρείες για τη συγκέντρωση κεφαλαίων. Ο αγοραστής του ομολόγου δανείζει το ποσό στην εκδότρια εταιρεία, η οποία υπόσχεται να το επιστρέψει με τόκους σε προκαθορισμένη ημερομηνία.

Αμοιβαίο Κεφάλαιο (Mutual Fund): Χρηματοοικονομικό προϊόν που συγκεντρώνει κεφάλαια από πολλούς επενδυτές και τα επενδύει σε ένα ποικίλο χαρτοφυλάκιο μετοχών, ομολόγων και άλλων στοιχείων ενεργητικού.

Διαφοροποίηση (Diversification): Στρατηγική επένδυσης που επιδιώκει την κατανομή των επενδύσεων σε διάφορα στοιχεία ενεργητικού, ώστε να μειωθεί ο συνολικός κίνδυνος του χαρτοφυλακίου.

Απόδοση (Yield): Το κέρδος ή το εισόδημα που παράγει μια επένδυση, συνήθως εκφρασμένο ως ποσοστό επί του αρχικού κεφαλαίου.

Ετήσια Απόδοση (Annual Return): Το κέρδος που αποφέρει μια επένδυση σε ετήσια βάση, περιλαμβάνοντας τόσο τα κέρδη κεφαλαίου όσο και τα μερίσματα ή τους τόκους.

Κεφάλαιο (Capital): Τα χρήματα ή οι οικονομικοί πόροι που χρησιμοποιούνται για την επένδυση ή τη χρηματοδότηση μιας επιχείρησης.

Συνδυασμένη Απόδοση (Total Return): Το συνολικό κέρδος μιας επένδυσης, που περιλαμβάνει τόσο την αύξηση της αξίας της όσο και τα μερίσματα ή τους τόκους.

Διαχείριση Κεφαλαίων (Asset Management): Η διαδικασία διαχείρισης των επενδυτικών στοιχείων μιας επιχείρησης ή ενός ατόμου για να επιτευχθούν οικονομικοί στόχοι.

Στρατηγική Χαρτοφυλακίου (Portfolio Strategy): Η συνολική στρατηγική διαχείρισης των επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη την ανοχή στον κίνδυνο, τον χρονικό ορίζοντα και τους οικονομικούς στόχους του επενδυτή.

Διαχείριση Κινδύνου (Risk Management): Η αναγνώριση, αξιολόγηση και εφαρμογή στρατηγικών για τη μείωση ή την εξάλειψη του κινδύνου.

Σύνθεση Χαρτοφυλακίου (Portfolio Composition): Η κατανομή των επενδυτικών στοιχείων στο χαρτοφυλάκιο, όπως μετοχές, ομόλογα και μετρητά, ανάλογα με τη στρατηγική επένδυσης.

Κόστος Ευκαιρίας (Opportunity Cost): Το όφελος που χάνεται όταν γίνεται μια επιλογή έναντι μιας άλλης πιθανής επένδυσης ή δραστηριότητας.

Εκκαθάριση (Liquidation): Η πώληση περιουσιακών στοιχείων για την πληρωμή υποχρεώσεων ή την επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους σε περίπτωση διάλυσης μιας εταιρείας.

Συγκριτική Απόδοση (Benchmarking): Η σύγκριση της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου ή μιας επένδυσης με έναν δείκτη αναφοράς ή με την απόδοση της αγοράς για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.

4. Αξιολόγηση και Ανάλυση Κινδύνου

Κίνδυνος Αγοράς (Market Risk): Κίνδυνος που προκύπτει από διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει την αξία των επενδύσεων. Περιλαμβάνει τις αλλαγές στις τιμές των μετοχών, των ομολόγων και των νομισμάτων.

Πιστωτικός Κίνδυνος (Credit Risk): Ο κίνδυνος που προκύπτει από την πιθανότητα ένας δανειολήπτης ή πελάτης να μην εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις, οδηγώντας σε οικονομικές απώλειες.

Λειτουργικός Κίνδυνος (Operational Risk): Ο κίνδυνος που προκύπτει από εσωτερικά συστήματα, διαδικασίες ή ανθρώπινα σφάλματα, που μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία μιας εταιρείας.

Κίνδυνος Ρευστότητας (Liquidity Risk): Κίνδυνος που σχετίζεται με τη δυνατότητα μιας εταιρείας να εκπληρώσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της ή να ρευστοποιήσει περιουσιακά στοιχεία χωρίς μεγάλη απώλεια στην αξία.

Κίνδυνος Επιτοκίων (Interest Rate Risk): Κίνδυνος που προκύπτει από αλλαγές στα επιτόκια, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την απόδοση των επενδύσεων σε ομόλογα και άλλους χρεωστικούς τίτλους.

Συναλλαγματικός Κίνδυνος (Exchange Rate Risk): Ο κίνδυνος που προκύπτει από διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, επηρεάζοντας τις επενδύσεις και τα έσοδα από δραστηριότητες σε ξένα νομίσματα.

Κίνδυνος Μεταβλητότητας (Volatility Risk): Κίνδυνος που σχετίζεται με την αστάθεια ή την ταχεία διακύμανση των τιμών ενός επενδυτικού στοιχείου, συνήθως μετοχών ή παραγώγων.

Δείκτης Beta (Beta Coefficient): Ένας αριθμός που μετρά τη μεταβλητότητα μιας μετοχής ή ενός χαρτοφυλακίου σε σχέση με την αγορά στο σύνολό της. Βοηθά στον προσδιορισμό του κινδύνου της επένδυσης σε σύγκριση με την αγορά.

Δείκτης Sharpe (Sharpe Ratio): Δείκτης που μετρά την αποδοτικότητα μιας επένδυσης σε σχέση με τον κίνδυνο της. Υπολογίζεται ως η διαφορά της απόδοσης της επένδυσης από το μηδενικό κίνδυνο, διαιρεμένη με τη μεταβλητότητά της.

Δείκτης Sortino (Sortino Ratio): Παραλλαγή του δείκτη Sharpe που μετρά την απόδοση μιας επένδυσης σε σχέση με τον κίνδυνο απώλειας, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τη «κακή» μεταβλητότητα.

Ανάλυση Σεναρίων (Scenario Analysis): Διαδικασία προσομοίωσης διαφορετικών οικονομικών ή χρηματοοικονομικών σεναρίων, με σκοπό την εκτίμηση της επίδρασής τους στις επενδύσεις και την απόδοση του χαρτοφυλακίου.

Ανάλυση Ευαισθησίας (Sensitivity Analysis): Η ανάλυση της επίδρασης που έχουν οι μεταβολές στις βασικές παραμέτρους μιας επένδυσης ή μιας στρατηγικής στις προβλέψεις απόδοσης και στα οικονομικά αποτελέσματα.

Στατιστικά Μέτρα Κινδύνου (Statistical Risk Measures): Στατιστικά εργαλεία, όπως η τυπική απόκλιση και η διακύμανση, που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της πιθανής μεταβλητότητας και του κινδύνου των επενδύσεων.

Ασφάλιστρα Κινδύνου (Risk Premiums): Το επιπλέον ποσό που απαιτείται ως αποζημίωση για τον κίνδυνο που εμπεριέχεται σε μια επένδυση, πάνω από το επιτόκιο του μηδενικού κινδύνου.

Διαχείριση Αντίθετων Κινδύνων (Hedging): Στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση των απωλειών από επενδύσεις, συχνά μέσω παραγώγων, ώστε να μειωθεί ή να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος.

5. Αγορές και Προϊόντα Χρηματαγοράς

Χρηματιστήριο (Stock Exchange): Αγορές όπου διαπραγματεύονται μετοχές, ομόλογα και άλλοι χρηματοοικονομικοί τίτλοι. Οι επενδυτές αγοράζουν και πωλούν μετοχές με στόχο την απόκτηση κερδών από τις διακυμάνσεις των τιμών.

Δείκτης Αγοράς (Market Index): Ένας δείκτης που αντιπροσωπεύει τη συνολική απόδοση μιας ομάδας μετοχών ή άλλων επενδύσεων. Κλασικά παραδείγματα είναι ο S&P 500 και ο Dow Jones.

Παράγωγα (Derivatives): Χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων η αξία βασίζεται σε ένα υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, όπως οι μετοχές, τα ομόλογα ή τα εμπορεύματα. Περιλαμβάνουν δικαιώματα προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και swaps.

Δικαιώματα Προαίρεσης (Options): Παράγωγα που παρέχουν στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει ή να πουλήσει ένα περιουσιακό στοιχείο σε μια προκαθορισμένη τιμή μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία.

Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (Futures Contracts): Συμβόλαια που υποχρεώνουν την αγορά ή την πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου σε μια προκαθορισμένη τιμή σε μια μελλοντική ημερομηνία.

Συμβόλαια Ανταλλαγής (Swaps): Συμφωνίες μεταξύ δύο μερών για την ανταλλαγή χρηματοοικονομικών ροών στο μέλλον, όπως επιτόκια ή συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Συναλλαγματική Ισοτιμία (Exchange Rate): Η αξία ενός νομίσματος σε σχέση με ένα άλλο. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρεάζουν τον διεθνή εμπορικό και επενδυτικό κλάδο.

Χρηματοοικονομική Μόχλευση (Financial Leverage): Η χρήση δανειακού κεφαλαίου για την αύξηση της δυναμικότητας απόδοσης των επενδύσεων. Αυξάνει την πιθανότητα κέρδους αλλά και τον κίνδυνο απώλειας.

Αγορές Συναλλάγματος (Forex Market): Η διεθνής αγορά συναλλάγματος όπου διαπραγματεύονται νομίσματα. Είναι η μεγαλύτερη χρηματαγορά στον κόσμο και λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα.

Αγορές Εμπορευμάτων (Commodities Market): Χρηματαγορές στις οποίες διαπραγματεύονται εμπορεύματα όπως χρυσός, πετρέλαιο, γεωργικά προϊόντα και άλλες πρώτες ύλες.

Συναλλακτική Δραστηριότητα (Trading Volume): Ο αριθμός των μετοχών ή άλλων τίτλων που διαπραγματεύονται σε μια αγορά κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου. Δείχνει τη ρευστότητα και την ενεργητικότητα μιας αγοράς.

Αγορά Παραγώγων (Derivatives Market): Αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται παράγωγα προϊόντα, όπως δικαιώματα προαίρεσης και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, για την αντιστάθμιση ή την εκμετάλλευση κινδύνων.

Χρηματοοικονομική Ρευστότητα (Financial Liquidity): Η ευκολία με την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να μετατραπεί σε μετρητά χωρίς σημαντική απώλεια της αξίας του. Στη χρηματαγορά, η ρευστότητα είναι σημαντική για την ταχεία εκτέλεση συναλλαγών.

Συναλλαγματική Πλατφόρμα (Forex Platform): Διαδικτυακή πλατφόρμα που επιτρέπει στους χρήστες να διαπραγματεύονται νομίσματα και να παρακολουθούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε πραγματικό χρόνο.

Αγορά Πιστώσεων (Credit Market): Χρηματοοικονομική αγορά στην οποία δανείζονται κεφάλαια για προσωπική ή επιχειρηματική χρήση, μέσω πιστώσεων και άλλων χρεωστικών εργαλείων.

6. Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά Μοντέλα

Μοντέλο Προεξόφλησης Ταμειακών Ροών (Discounted Cash Flow – DCF): Μέθοδος εκτίμησης της αξίας μιας επένδυσης, βασισμένη στη σημερινή αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών που αναμένεται να παραχθούν από αυτήν.

Καθαρή Παρούσα Αξία (Net Present Value – NPV): Η διαφορά μεταξύ της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών και του κόστους μιας επένδυσης. Χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ελκυστικότητας μιας επενδυτικής πρότασης.

Μοντέλο Κεφαλαιακής Αποτίμησης Στοιχείων (Capital Asset Pricing Model – CAPM): Ένα χρηματοοικονομικό μοντέλο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αναμενόμενης απόδοσης μιας επένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο της αγοράς.

Εσωτερικό Ποσοστό Απόδοσης (Internal Rate of Return – IRR): Το ποσοστό απόδοσης που κάνει την καθαρή παρούσα αξία (NPV) μιας επένδυσης ίση με το μηδέν. Χρησιμοποιείται για τη σύγκριση της κερδοφορίας διαφόρων επενδυτικών επιλογών.

Ανάλυση Κόστους-Οφέλους (Cost-Benefit Analysis): Μια μέθοδος εκτίμησης των οικονομικών ωφελειών και κόστους για τη λήψη μιας απόφασης. Βοηθά στην επιλογή της πιο επικερδούς επιλογής.

Οικονομετρικά Μοντέλα (Econometric Models): Στατιστικά μοντέλα που χρησιμοποιούν δεδομένα για την εκτίμηση και την πρόβλεψη οικονομικών σχέσεων. Χρησιμοποιούνται σε τομείς όπως η οικονομική πολιτική και οι επενδύσεις.

Ανάλυση Σχέσης Τιμής/Κέρδους (Price-Earnings Ratio – P/E): Ένας δείκτης που συγκρίνει την τιμή της μετοχής μιας εταιρείας με τα κέρδη της ανά μετοχή. Χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της αξίας μιας μετοχής.

Μοντέλο Gordon (Gordon Growth Model): Ένα μοντέλο που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της αξίας μιας μετοχής με βάση τα μελλοντικά μερίσματα και τον ρυθμό ανάπτυξής τους.

Δείκτης Καθαρού Κέρδους (Net Profit Margin): Ποσοστό που δείχνει το καθαρό κέρδος της εταιρείας σε σχέση με τα συνολικά έσοδα. Βοηθά στην κατανόηση της κερδοφορίας της επιχείρησης.

Δείκτης Απόδοσης Επενδυμένου Κεφαλαίου (Return on Investment – ROI): Μετρά το κέρδος ή την απόδοση μιας επένδυσης σε σχέση με το κόστος της. Χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας μιας επενδυτικής απόφασης.

Δείκτης Κεφαλαιακής Ανάπτυξης (Growth Rate): Ο ρυθμός αύξησης των εσόδων, των κερδών ή άλλων μεγεθών μιας εταιρείας σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των αναπτυξιακών προοπτικών μιας εταιρείας.

Δείκτης Αναλογίας Ρευστών Κεφαλαίων (Cash Ratio): Μετρά την ικανότητα της εταιρείας να εξοφλήσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα μετρητά και τα ισοδύναμα μετρητών.

Δείκτης Κεφαλαίου Κίνησης (Working Capital Ratio): Δείχνει τη ρευστότητα μιας εταιρείας και την ικανότητά της να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της.

Δείκτης Κύκλου Κεφαλαίου (Capital Turnover Ratio): Μετρά την αποτελεσματικότητα με την οποία μια εταιρεία χρησιμοποιεί το κεφάλαιό της για να παράγει έσοδα. Υπολογίζεται ως έσοδα προς το συνολικό κεφάλαιο.

Δείκτης Εσωτερικής Απόδοσης (Internal Rate of Return – IRR): Επαναλαμβάνεται εδώ για έμφαση, καθώς αποτελεί βασικό εργαλείο στις επενδυτικές αποφάσεις, δείχνοντας την απόδοση μιας επένδυσης.

7. Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διαχείριση

Προϋπολογισμός (Budgeting): Η διαδικασία προγραμματισμού των εσόδων και των εξόδων μιας επιχείρησης για μια συγκεκριμένη περίοδο. Αποτελεί βασικό εργαλείο για τη διαχείριση των οικονομικών πόρων και τη βελτίωση της αποδοτικότητας.

Προβλέψεις (Forecasting): Η διαδικασία εκτίμησης των μελλοντικών οικονομικών αποτελεσμάτων μιας επιχείρησης με βάση ιστορικά δεδομένα και αναμενόμενες συνθήκες. Βοηθά στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων.

Ταμειακή Ροή (Cash Flow): Η κίνηση των μετρητών εντός και εκτός της επιχείρησης. Δείχνει την ικανότητα της εταιρείας να καλύπτει τις υποχρεώσεις της και να αναπτύσσεται.

Λογιστική Αξία (Book Value): Η αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, όπως αυτή καταγράφεται στον ισολογισμό, αφαιρώντας τις αποσβέσεις. Μπορεί να διαφέρει από την αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων.

Απόσβεση (Depreciation): Μια λογιστική διαδικασία που καταγράφει τη μείωση της αξίας ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου με την πάροδο του χρόνου. Υπολογίζεται με βάση τη χρήση, την παλαιότητα ή άλλους παράγοντες.

Εσωτερικός Έλεγχος (Internal Control): Διαδικασίες και πολιτικές που εφαρμόζει η επιχείρηση για να προστατεύσει τα περιουσιακά της στοιχεία και να διασφαλίσει την ακρίβεια των οικονομικών καταγραφών.

Κόστος Πώλησης (Cost of Goods Sold – COGS): Το άμεσο κόστος των αγαθών ή των υπηρεσιών που πωλούνται από μια επιχείρηση, συμπεριλαμβάνοντας το κόστος των πρώτων υλών και των εργατικών.

Κεφαλαιακή Δομή (Capital Structure): Ο συνδυασμός των ιδίων κεφαλαίων και του χρέους που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για τη χρηματοδότηση των περιουσιακών της στοιχείων και των δραστηριοτήτων της.

Ταμειακά Διαθέσιμα (Cash Equivalents): Περιλαμβάνουν βραχυπρόθεσμες επενδύσεις υψηλής ρευστότητας, που μπορούν να μετατραπούν άμεσα σε μετρητά χωρίς σημαντική απώλεια αξίας.

Χρεωστικοί Τίτλοι (Debt Securities): Επενδυτικά προϊόντα που αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις προς τους κατόχους, όπως τα ομόλογα και τα χρεόγραφα, με προκαθορισμένους όρους αποπληρωμής.

Κεφάλαιο Κίνησης (Working Capital): Η διαφορά μεταξύ των τρεχουσών περιουσιακών στοιχείων και των τρεχουσών υποχρεώσεων της εταιρείας. Χρησιμοποιείται ως μέτρο της ρευστότητας και της λειτουργικής απόδοσης.

Λειτουργικό Κέρδος (Operating Profit): Το κέρδος της εταιρείας από τις βασικές επιχειρηματικές της δραστηριότητες, πριν από την αφαίρεση τόκων και φόρων. Δείχνει την αποδοτικότητα της βασικής δραστηριότητας.

Καθαρό Περιθώριο Κέρδους (Net Profit Margin): Το ποσοστό των καθαρών κερδών επί των συνολικών εσόδων, που δείχνει την κερδοφορία της εταιρείας.

Δείκτης Κάλυψης Πληρωμών (Debt Service Coverage Ratio – DSCR): Μετρά την ικανότητα της εταιρείας να εξοφλεί τις δανειακές της υποχρεώσεις χρησιμοποιώντας το λειτουργικό της εισόδημα.

8. Χρηματοοικονομική Στρατηγική και Ανάπτυξη

Στρατηγικός Σχεδιασμός (Strategic Planning): Η διαδικασία καθορισμού μακροπρόθεσμων στόχων και της διαμόρφωσης στρατηγικών για την επίτευξή τους. Βοηθά την επιχείρηση να παραμείνει ανταγωνιστική και να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη.

Ανάλυση SWOT (SWOT Analysis): Μια μέθοδος αξιολόγησης της στρατηγικής θέσης μιας επιχείρησης, η οποία λαμβάνει υπόψη τις Δυνατότητες (Strengths), τις Αδυναμίες (Weaknesses), τις Ευκαιρίες (Opportunities) και τις Απειλές (Threats).

Στρατηγική Εισόδου στην Αγορά (Market Entry Strategy): Σχέδιο που καθορίζει πώς μια επιχείρηση θα εισέλθει σε μια νέα αγορά. Περιλαμβάνει την επιλογή του τρόπου εισόδου, όπως εξαγορά, συνεργασίες ή άμεσες επενδύσεις.

Ανάπτυξη Επιχειρηματικού Σχεδίου (Business Plan Development): Η διαδικασία δημιουργίας ενός εγγράφου που περιγράφει τους στόχους της επιχείρησης, τις στρατηγικές, τους πόρους και τα βήματα για την επίτευξή τους.

Συγχωνεύσεις και Εξαγορές (Mergers & Acquisitions): Διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερες εταιρείες συνδυάζονται ή μια εταιρεία εξαγοράζει άλλη για να επεκτείνει την παρουσία της ή να αυξήσει το μερίδιο αγοράς της.

Στρατηγική Διαχείρισης Ρίσκου (Risk Management Strategy): Ένα πλαίσιο που βοηθά στην αναγνώριση, αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων που μπορεί να επηρεάσουν τις λειτουργίες και την απόδοση μιας επιχείρησης.

Στρατηγική Αναδιάρθρωσης (Restructuring Strategy): Ενέργειες που στοχεύουν στην αλλαγή της οργανωτικής δομής, των λειτουργιών ή των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης για να βελτιωθεί η αποδοτικότητα και η κερδοφορία της.

Στρατηγικές Επένδυσης (Investment Strategies): Προσεγγίσεις για τη διαχείριση των επενδύσεων μιας επιχείρησης ή ενός ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο, τον χρονικό ορίζοντα και τους οικονομικούς στόχους.

Στρατηγική Διανομής Κερδών (Profit Distribution Strategy): Κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο με τον οποίο τα κέρδη μιας εταιρείας θα διανεμηθούν στους μετόχους ή θα επανεπενδυθούν για την ανάπτυξη της επιχείρησης.

Στρατηγική Ανάπτυξης Χαρτοφυλακίου (Portfolio Growth Strategy): Σχέδιο που καθορίζει τις στρατηγικές επενδύσεων που θα οδηγήσουν στη μεγέθυνση και διαφοροποίηση ενός χαρτοφυλακίου επενδύσεων με στόχο τη βέλτιστη απόδοση.

Το γλωσσάρι αυτό προσφέρει μια ολοκληρωμένη συλλογή χρηματοοικονομικών και διοικητικών όρων, σχεδιασμένο να παρέχει γνώσεις που καλύπτουν από τα θεμελιώδη μέχρι και τα πιο εξειδικευμένα σημεία. Αποτελεί έναν πολύτιμο οδηγό για φοιτητές, επαγγελματίες και επενδυτές, προσφέροντας επεξηγήσεις που ενισχύουν την κατανόηση περίπλοκων χρηματοοικονομικών και διοικητικών εννοιών.

Η οργανωμένη δομή του γλωσσαρίου βοηθά στην άμεση αναζήτηση και εντοπισμό συγκεκριμένων όρων, καθιστώντας το χρήσιμο για καθημερινή αναφορά αλλά και ως βάση για περαιτέρω μελέτη. Με τις ολοκληρωμένες επεξηγήσεις και τα παραδείγματα, οι αναγνώστες μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία και τις εφαρμογές κάθε όρου στην πράξη, ενισχύοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις στη χρηματοοικονομική και επιχειρησιακή τους δραστηριότητα.

Είτε πρόκειται για την κατανόηση των βασικών αρχών της χρηματοοικονομικής διαχείρισης είτε για την εξοικείωση με προηγμένα μοντέλα και στρατηγικές, το γλωσσάρι αυτό αποτελεί έναν αξιόπιστο πόρο γνώσης που μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για την ανάπτυξη σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο τομέα.